- πολυδιαίρετος
- πολυ-διαίρετος, ον,A with many divisions, Eust.425.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυδιαίρετος — ον, Μ αυτός που έχει πολλές διαιρέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διαιρετός (< διαιρῶ), πρβλ. δυσ διαίρετος] … Dictionary of Greek
πολυδιαίρετον — πολυδιαίρετος with many divisions masc/fem acc sg πολυδιαίρετος with many divisions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek